- κατεναίρω
- κατ-εναίρω, töten
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κατεναίρω — (Α) (ενεργ. και μέσ.) φονεύω, σκοτώνω (α. «θανὼν ἔτ οὖσαν κατήναρές με», Σοφ. β. «Τηλεφίδην κατενήρατο χαλκῷ», Ομ. Οδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐν αίρω «φονεύω»] … Dictionary of Greek